- νευροπαθητικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη νευροπάθεια: Νευροπαθητική κατάσταση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νευροπαθητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νευροπαθείς ή στη νευροπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. neuropathic < νευροπαθής + κατάλ. ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Βρεττανικός Αστήρ] … Dictionary of Greek